- ἐπίβαθρον
- ἐπί-βαθρον (paid by an ἐπιβάτης): fare, passage-money, Od. 15.449†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
επίβαθρον — ἐπίβαθρον, το (Α) [βάθρον] 1. ναύλο για επιβίβαση 2. μίσθωμα, ενοίκιο 3. διόδια 4. επιβάθρα 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβαθρα (ιερά) θυσίες κατά την επιβίβαση σε πλοίο 6. φρ. α) «ἐπίβαθρον ἀοιδῆς» βάθρο για αοιδό β) «ἐπίβαθρον ὀρνίθων» το… … Dictionary of Greek
ἐπίβαθρον — fare of an neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τὠπίβαθρον — ἐπίβαθρον , ἐπίβαθρον fare of an neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάθρων — ἐπίβαθρον fare of an neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίβαθρα — ἐπίβαθρον fare of an neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… … Dictionary of Greek